- απαγορευσις
- ἀπαγόρευσιςἀπ-ᾰγόρευσις-εως ἥ1) запрещение Quint.2) грам. частица, выражающая запрещение (т.е. μή)3) изнеможение, усталость Plut., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπαγόρευσις — prohibition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσει — ἀπαγόρευσις prohibition fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπαγορεύσεϊ , ἀπαγόρευσις prohibition fem dat sg (epic) ἀπαγόρευσις prohibition fem dat sg (attic ionic) ἀπαγορεύω forbid aor subj act 3rd sg (epic) ἀπαγορεύω forbid fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσεις — ἀπαγόρευσις prohibition fem nom/voc pl (attic epic) ἀπαγόρευσις prohibition fem nom/acc pl (attic) ἀπαγορεύω forbid aor subj act 2nd sg (epic) ἀπαγορεύω forbid fut ind act 2nd sg ἀ̱παγορεύσεις , ἀπαγορεύω forbid futperf ind act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσεος — ἀπαγόρευσις prohibition fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσεσι — ἀπαγόρευσις prohibition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύσεσιν — ἀπαγόρευσις prohibition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγορεύση — ἀπαγόρευσις prohibition fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαγόρευσιν — ἀπαγόρευσις prohibition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ἀπαγορεύσεων — ἀπαγορεύσεω̆ν , ἀπαγόρευσις prohibition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)